πο(υ)ντιάζω

πο(υ)ντιάζω
πό(ύ)ντιασα, πο(υ)ντιασμένος
1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυολογήσει, να πάθει πούντα: Με πούντιασε το ανοιχτό παράθυρο.
2. αμτβ., παθαίνω ψύξη, κρυολογώ: Πούντιασα τόση ώρα μέσα στην υγρασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”